Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: freiner , transiger , reneiger και freinage

freinage [fʀɛnaʒ] ΟΥΣ αρσ

1. freinage (action):

Bremsen ουδ
Bremsung θηλ
Bremswirkung θηλ /-kraft θηλ

reneiger [ʀəneʒe] ΡΉΜΑ αμετάβ απρόσ

III . freiner [fʀene] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα οικ (se modérer)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina