Γαλλικά » Γερμανικά

casqué(e) [kaske] ΕΠΊΘ

casqué(e)
casqué(e)

casque [kask] ΟΥΣ αρσ

2. casque (séchoir):

[Trocken]haube θηλ

3. casque ΤΕΧΝΟΛ, ΜΟΥΣ:

Kopfhörer αρσ

ιδιωτισμοί:

Blauhelm αρσ

II . casque [kask] ΟΠΤΙΚΟΑΚΟΥΣΤ, Η/Υ

casquer [kaske] ΡΉΜΑ αμετάβ οικ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
Paupe a répété ce détail dans ses notes de chaque volume : “il avait reçu deux balles dans son casque”.
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "casqué" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina