Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: passereau , repasser , bavasser και asservir

bavasser [bavase] ΡΉΜΑ αμετάβ μειωτ οικ

I . repasser1 [ʀ(ə)pɑse] ΡΉΜΑ αμετάβ +avoir

II . repasser1 [ʀ(ə)pɑse] ΡΉΜΑ μεταβ

2. repasser (aiguiser):

passereau <x> [pɑsʀo] ΟΥΣ αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γαλλικά

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina