Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: branchitude και brancher

I . brancher [bʀɑ͂ʃe] ΡΉΜΑ μεταβ

3. brancher οικ:

anmachen οικ
anquatschen οικ

4. brancher οικ (intéresser):

II . brancher [bʀɑ͂ʃe] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina