I.excepté (exceptée) [ɛksɛpte] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
excepté → excepter
II.excepté (exceptée) [ɛksɛpte] ΕΠΊΘ (sauf)
- excepté (exceptée)
III.excepté (exceptée) [ɛksɛpte] ΠΡΌΘ (sauf)
- excepté (exceptée)
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.