I.engagé (engagée) [ɑ̃ɡaʒe] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
engagé → engager
II.engagé (engagée) [ɑ̃ɡaʒe] ΕΠΊΘ
engagé écrivain, littérature:
III.engagé (engagée) [ɑ̃ɡaʒe] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
IV.engagé (engagée) [ɑ̃ɡaʒe]
- engagé volontaire ΣΤΡΑΤ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.