Μεταφράσεις για well-trodden στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά (Μετάβαση προς Ιταλικά»Αγγλικά)

tread street, path, area:

a well-trodden path

III.tread <παρελθ trod, μετ παρακειμ trodden> [βρετ trɛd, αμερικ trɛd] ΡΉΜΑ αμετάβ (walk)

Μεταφράσεις για well-trodden στο λεξικό Ιταλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ιταλικά)

I.battuto [batˈtuto] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ

battuto → battere

Βλέπε και: battere

1. battere:

2. battere (dare dei colpi):

II.battere [ˈbattere] ΡΉΜΑ αμετάβ βοηθ ρήμα avere

dove non batte il sole ευφημ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "well-trodden" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski