narrowing στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia

Μεταφράσεις για narrowing στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά (Μετάβαση προς Ιταλικά»Αγγλικά)

3. narrow (in degree):

to have a narrow escape or a narrow squeak βρετ οικ
that was a narrow squeak! βρετ οικ

narrow-mindedness [βρετ ˌnarəʊˈmʌɪndɪdnəs, αμερικ ˌnɛroʊˈmaɪndədnəs] ΟΥΣ μειωτ

Μεταφράσεις για narrowing στο λεξικό Ιταλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ιταλικά)

narrowing στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για narrowing στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά (Μετάβαση προς Ιταλικά»Αγγλικά)

Μεταφράσεις για narrowing στο λεξικό Ιταλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ιταλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
narrowing
narrowing
angusto (-a)
angusto (-a)
stretto (-a)

narrowing Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

he won by a narrow/large majority ΠΟΛΙΤ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "narrowing" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski