hail-fellow hail-fellow-well-met στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia

Μεταφράσεις για hail-fellow hail-fellow-well-met στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά

1. fellow (man):

fellow οικ
tipo αρσ
fellow οικ
tizio αρσ

Μεταφράσεις για hail-fellow hail-fellow-well-met στο λεξικό Ιταλικά»Αγγλικά

hail also μτφ

Μεταφράσεις για hail-fellow hail-fellow-well-met στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά

1. fellow (man):

fellow οικ
tipo αρσ
fellow οικ
tizio αρσ

1. well (in good health):

2. well (in satisfactory state, condition):

1. well (satisfactorily):

2. well (used with modal verbs):

3. well (intensifier):

è ben oltre i 30

6. well:

all's well that ends well παροιμ
to be well in with sb οικ
to leave well alone βρετ , to leave well enough alone αμερικ (not get involved)
you're well out of it! οικ

we'll → we shall, we will

met → meet II, III

well → well up

Βλέπε και: well up

hail-fellow hail-fellow-well-met στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για hail-fellow hail-fellow-well-met στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά

Μεταφράσεις για hail-fellow hail-fellow-well-met στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά

Βλέπε και: will2, will1

Βλέπε και: meet

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Αγγλικά

Αναζητήστε "hail-fellow hail-fellow-well-met" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski