Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ψιλοκόβω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ψιλοκό|βω <-ψα, -πηκα, -μμένος> [psilɔˈkɔvɔ] VERB μεταβ

ψιλοκόβω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский