Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ψιλολογώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ψιλολογ|ώ <-άς, -ησα> [psilɔlɔˈɣɔ] VERB μεταβ

ψιλολογώ κάτι

Παραδειγματικές φράσεις με ψιλολογώ

ψιλολογώ κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский