Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χιούμορ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

χιούμορ [ˈçumɔr] SUBST ουδ αμετάβλ

χιούμορ
Humor αρσ
έχω/δεν έχω χιούμορ
χωρίς χιούμορ
μαύρο χιούμορ
schwarzer Humor αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με χιούμορ

χωρίς χιούμορ
μαύρο χιούμορ
έχω/δεν έχω χιούμορ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский