Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χερούλι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

χερούλι [çɛˈruli] SUBST ουδ

1. χερούλι (γενικά: σχετικά μικρό):

χερούλι
Griff αρσ
εκτεινόμενο χερούλι

2. χερούλι (κανάτας, κουβά):

χερούλι
Henkel αρσ

3. χερούλι (πόρτας):

χερούλι
Klinke θηλ
χερούλι
Türklinke θηλ

4. χερούλι (σκούπας):

χερούλι
Stiel αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με χερούλι

εκτεινόμενο χερούλι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский