Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στύση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στύσ|η <-εις> [ˈstisi] SUBST θηλ

στύση
Erektion θηλ
έχω στύση
σε στύση

Παραδειγματικές φράσεις με στύση

έχω στύση
σε στύση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский