Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πτώχευση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πτώχευσ|η <-εις> [ˈptɔçɛfsi] SUBST θηλ

πτώχευση
Bankrott αρσ
πτώχευση
Konkurs αρσ
πτώχευση της εταιρείας
Konkursantrag αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με πτώχευση

πτώχευση της εταιρείας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский