Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ποσόστωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ποσόστωσ|η <-εις> [pɔˈsɔstosi] SUBST θηλ

ποσόστωση
Quote θηλ
αλιευτική ποσόστωση
Fangquote θηλ
ποσόστωση γυναικών
Frauenquote θηλ
δασμολογική ποσόστωση
ποσόστωση εξαγωγών

Παραδειγματικές φράσεις με ποσόστωση

αλιευτική ποσόστωση
Fangquote θηλ
ποσόστωση γυναικών
δασμολογική ποσόστωση
ποσόστωση εξαγωγών

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский