Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πόστα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πόστα [ˈpɔsta] SUBST θηλ

1. πόστα (ταχυδρομείο):

πόστα
Post θηλ

2. πόστα (μίζα):

πόστα
Einsatz αρσ

3. πόστα (ομάδα εργατών):

πόστα
Schicht θηλ

ιδιωτισμοί:

Παραδειγματικές φράσεις με πόστα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский