Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „οικιακά“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

οικιακά [iciaˈka] SUBST ουδ

οικιακά
Haushaltsführung θηλ ενικ
Hausfrau θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με οικιακά

οικιακά απορρίμματα
Hausmüll αρσ ενικ
οικιακά απόβλητα
Hausmüll αρσ ενικ
οικιακά είδη
Haushaltsartikel αρσ πλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский