Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „οικιακός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

οικιακ|ός <-ή, -ό> [iciaˈkɔs] ΕΠΊΘ

Παραδειγματικές φράσεις με οικιακός

Heimkino ουδ
οικιακός φίλος
οικιακός/οικιακή βοηθός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский