Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μπουρλότο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μπουρλότο [burˈlɔtɔ] SUBST ουδ

1. μπουρλότο (πυρπόληση):

μπουρλότο
Brandstiftung θηλ
βάζω μπουρλότο σε κάποιον
βάζω μπουρλότο σε κάτι

2. μπουρλότο μτφ:

γίνομαι μπουρλότο

Παραδειγματικές φράσεις με μπουρλότο

γίνομαι μπουρλότο
βάζω μπουρλότο σε κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский