Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λήψη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λήψ|η <-εις> [ˈlipsi] SUBST θηλ

1. λήψη (αποδοχή, παραλαβή, τηλεόρασης):

λήψη
Empfang αρσ
λήψη απόφασης
λήψη γνώσης
Kenntnisnahme θηλ
Datenempfang αρσ

2. λήψη (φαρμάκων):

λήψη
Einnahme θηλ
λήψη φαρμάκων
λήψη φαρμάκων

3. λήψη (τροφής):

λήψη
Aufnahme θηλ
λήψη τροφής

4. λήψη (ηχογράφηση) ΦΩΤΟΓΡ:

λήψη
Aufnahme θηλ
σταθερή λήψη ΦΩΤΟΓΡ

ιδιωτισμοί:

λήψη αίματος
Blutabnahme θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με λήψη

λήψη θηλ αερίου
λήψη θηλ ιστού (για βιοψία)
λήψη θηλ αίματος
λήψη θηλ γνώσης
λήψη θηλ φαρμάκων
λήψη θηλ δεδομένων
λήψη γνώσης
λήψη τροφής
σταθερή λήψη ΦΩΤΟΓΡ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский