Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επικουρία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επικουρία [ɛpikuˈria] SUBST θηλ (ενίσχυση)

επικουρία
Verstärkung θηλ
προς επικουρία

Παραδειγματικές φράσεις με επικουρία

προς επικουρία

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский