Ελληνικά » Γερμανικά

εκμετάλλευσ|η <-εις> [ɛkmɛˈtalɛfsi] SUBST θηλ

1. εκμετάλλευση (χρόνου, ανθρώπου, καλοσύνης):

εκμετάλλευση
Ausnutzung θηλ

2. εκμετάλλευση (ορυκτού πλούτου):

εκμετάλλευση
Nutzung θηλ
εκμετάλλευση (ιδιαίτερα αισχρή) θηλ
Ausbeutung θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με εκμετάλλευση

μεταλλευτική εκμετάλλευση
Erzbergbau αρσ
δασική εκμετάλλευση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский