Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διάγραμμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διάγραμμα [ðiˈaɣrama] SUBST ουδ

1. διάγραμμα (σχέδιο: αρχιτεκτονικό κτλ):

διάγραμμα
Plan αρσ

2. διάγραμμα (παράσταση σε σύστημα συντεταγμένων):

διάγραμμα
Diagramm ουδ
διάγραμμα κύκλου
Kreisdiagramm ουδ
πολικό διάγραμμα ΦΥΣ
Polardiagramm ουδ
διάγραμμα ροής
Flussdiagramm ουδ
διάγραμμα νοσηλείας
Krankenblatt ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με διάγραμμα

διάγραμμα ουδ νοσηλείας
διάγραμμα ουδ ακτινοβολίας
διάγραμμα κύκλου
διάγραμμα ροής
διάγραμμα νοσηλείας
ανθιό διάγραμμα
πολικό διάγραμμα ΦΥΣ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский