Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δόλος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δόλος [ˈðɔlɔs] SUBST αρσ

1. δόλος (πανουργία):

δόλος
List θηλ

2. δόλος (απάτη):

δόλος
Betrug αρσ

3. δόλος ΝΟΜ:

δόλος
Vorsatz αρσ
γενικός δόλος
Arglist θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με δόλος

δόλος αρσ διακινδύνευσης ΝΟΜ
γενικός δόλος
Arglist θηλ
δόλος αρσ του ηθικού αυτουργού ΝΟΜ
δόλος αρσ του συνεργού ΝΟΜ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский