Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: βαριετέ , βαρετός , βακέτα , βαρέλα και καρέτα

βαρετ|ός <-ή, -ό> [varɛˈtɔs] ΕΠΊΘ

1. βαρετός (ενοχλητικός):

2. βαρετός (ανιαρός):

βαριετέ [vari̯ɛˈtɛ] SUBST ουδ αμετάβλ

καρέτα [kaˈrɛta] SUBST θηλ

βαρέλα [vaˈrɛla] SUBST θηλ

1. βαρέλα (μεγάλο βαρέλι):

Tonne θηλ

2. βαρέλα μειωτ (γυναίκα):

fette Tonne θηλ

βακέτα [vaˈcɛta] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский