Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βάλσαμο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βάλσαμο [ˈvalsamɔ] SUBST ουδ

βάλσαμο
Balsam αρσ
βάλσαμο του Καναδά
Kanadabalsam ουδ
βάλσαμο του Περού
Perubalsam ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με βάλσαμο

βάλσαμο του Καναδά
βάλσαμο του Περού
Perubalsam ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский