Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απειλή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απειλή [apiˈli] SUBST θηλ

2. απειλή (κίνδυνος):

απειλή
Bedrohung θηλ
απειλή για την ειρήνη

Παραδειγματικές φράσεις με απειλή

υπό την απειλή βίας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский