Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αλυσίδα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αλυσίδα [aliˈsiða] SUBST θηλ και μτφ (σειρά, δεσμά)

αλυσίδα
Kette θηλ
τροφική αλυσίδα
Nahrungskette θηλ
Fließband ουδ
Schneekette θηλ
αλυσίδα καταστημάτων
Ladenkette θηλ
αλυσίδα ξενοδοχείων
Hotelkette θηλ
ανθρώπινη αλυσίδα
Menschenkette θηλ
ανοιχτή αλυσίδα ΧΗΜ
offene Kette θηλ
ελαφριά αλυσίδα ΒΙΟΛ (στην ανοσολογία)
leichte Kette θηλ
πλευρική αλυσίδα ΧΗΜ
Seitenkette θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με αλυσίδα

αλυσίδα θηλ νευρώνων
τροφική αλυσίδα
Fließband ουδ
Ladenkette θηλ
αλυσίδα ξενοδοχείων
Hotelkette θηλ
ανθρώπινη αλυσίδα
ανοιχτή αλυσίδα ΧΗΜ
offene Kette θηλ
ελαφριά αλυσίδα ΒΙΟΛ (στην ανοσολογία)
leichte Kette θηλ
πλευρική αλυσίδα ΧΗΜ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский