I.criminal [βρετ ˈkrɪmɪn(ə)l, αμερικ ˈkrɪm(ə)n(ə)l] ΟΥΣ
II.criminal [βρετ ˈkrɪmɪn(ə)l, αμερικ ˈkrɪm(ə)n(ə)l] ΕΠΊΘ
1. criminal activity, behaviour, history, tendency:
- criminel/-elle
Εδώ μπορείτε να σημειώσετε βελτιωτικές προτάσεις ή σχόλια σχετικά με λάθη σε αυτό το λήμμα:
Πώς μπορώ να μεταφέρω τις μεταφράσεις στον προπονητή λεξιλογίου;
Έχετε υπόψη ότι τα λήμματα σε αυτήν τη λίστα λεξιλογίου διατίθενται μόνο σε αυτό τον περιηγητή. Μόλις τα περάσετε όμως στον προπονητή λεξιλογίου, θα μπορείτε να τα καλέσετε από παντού.