I.gross <pl gross> [βρετ ɡrəʊs, αμερικ ɡroʊs] ΟΥΣ (twelve dozen)
II.gross [βρετ ɡrəʊs, αμερικ ɡroʊs] ΕΠΊΘ
1. gross (before deductions):
2. gross (serious) (gen) ΝΟΜ:
- grossier/-ière
4. gross (revolting):
- gross οικ
- dégueulasse αργκ
Εδώ μπορείτε να σημειώσετε βελτιωτικές προτάσεις ή σχόλια σχετικά με λάθη σε αυτό το λήμμα:
Πώς μπορώ να μεταφέρω τις μεταφράσεις στον προπονητή λεξιλογίου;
Έχετε υπόψη ότι τα λήμματα σε αυτήν τη λίστα λεξιλογίου διατίθενται μόνο σε αυτό τον περιηγητή. Μόλις τα περάσετε όμως στον προπονητή λεξιλογίου, θα μπορείτε να τα καλέσετε από παντού.