združí|ti <zdrúžim; zdrúžil> ΡΉΜΑ στιγμ μεταβ
združiti στιγμ od združevati:
I. združ|eváti <združújem; združevàl> ΡΉΜΑ εξακολ μεταβ
1. združevati:
2. združevati (podjetja):
3. združevati (ljudi):
II. združ|eváti ΡΉΜΑ εξακολ αυτοπ ρήμα
združevati združevati se:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.