zadovoljí|ti <-m; zadovóljil> ΡΉΜΑ στιγμ μεταβ
zadovoljiti στιγμ od zadovoljevati:
I. zadovolj|eváti <zadovoljújem; zadovoljevàl> ΡΉΜΑ εξακολ μεταβ
1. zadovoljevati (človeka):
2. zadovoljevati (potrebe):
II. zadovolj|eváti ΡΉΜΑ εξακολ αυτοπ ρήμα
zadovoljevati zadovoljevati se:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.