naví|ti <-jem; navil> ΡΉΜΑ στιγμ αμετάβ, μεταβ
naviti στιγμ od navijati 1., 2.:
navíja|ti <-m; navijal> ΡΉΜΑ εξακολ μεταβ
1. navijati:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.