handicap <pl handicap> ΟΥΣ αρσ
1. handicap:
-  handicap
 -  
 
2. handicap SPORT :
-  handicap fig
 -  hándicap m
 
 
 -  
 -  handicap m
 
-  handicap
 -  handicap m
 
-  
 -  handicap m
 
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.