στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
speleologo (speleologa) <m.πλ speleologi, f.pl. speleologhe> [speleˈɔloɡo, dʒi, ɡe] (speleologa) ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. speleologo (dilettante):
- speleologo (speleologa)
-
- speleologo (speleologa)
-
- speleologo (speleologa)
- potholer βρετ
- speleologo (speleologa)
- spelunker αμερικ
2. speleologo (scienziato):
- speleologo (speleologa)
-
στο λεξικό PONS
speleologo (-a) <-gi, -ghe> [spe·le·ˈɔ:·lo·go] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. speleologo (studioso):
- speleologo (-a)
-
2. speleologo (hobbista):
- speleologo (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.