στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
 
 I. riflessivo [riflesˈsivo] ΕΠΊΘ
1. riflessivo (posato):
-  riflessivo persona
 -  
 
-  riflessivo persona
 -  
 
2. riflessivo ΓΛΩΣΣ:
-  riflessivo pronome, verbo
 -  
 
II. riflessivo [riflesˈsivo] ΟΥΣ αρσ ΓΛΩΣΣ
 
 στο λεξικό PONS
 
 riflessivo (-a) [ri·fles·ˈsi:·vo] ΕΠΊΘ
1. riflessivo (persona, mente, carattere):
-  riflessivo (-a)
 -  
 
2. riflessivo ΓΛΩΣΣ:
 
 PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.