qualunquistico <πλ qualunquistici, qualunquistiche> [kwalunˈkwistiko, tʃi, ke] ΕΠΊΘ
1. qualunquistico ΙΣΤΟΡΊΑ (del qualunquismo):
- qualunquistico
-
2. qualunquistico μτφ:
- qualunquistico
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.