pranoterapeutico <πλ pranoterapeutici, pranoterapeutiche> [pranoteraˈpɛutiko, tʃi, ke] ΕΠΊΘ
pranoterapeutico → pranoterapico
pranoterapico <πλ pranoterapici, pranoterapiche> [pranoteˈrapiko, tʃi, ke] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.