στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
pragmatica [praɡˈmatika] ΟΥΣ θηλ
- pragmatica
-
pragmatico <πλ pragmatici, pragmatiche> [praɡˈmatiko, tʃi, ke] ΕΠΊΘ
1. pragmatico (concreto):
2. pragmatico ΓΛΩΣΣ:
- linguistica pragmatica
-
στο λεξικό PONS
pragmatico (-a) <-ci, -che> [prag·ˈma:·ti·ko] ΕΠΊΘ
- pragmatico (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- pozzo
- pozzolana
- PP
- pp.
- PPI
- pragmatica
- pragmatico
- pragmatismo
- pragmatista
- pragmatistico
- pralina