I. ingobbito [inɡobˈbito] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
ingobbito → ingobbire
II. ingobbito [inɡobˈbito] ΕΠΊΘ
I. ingobbire [inɡobˈbire] ΡΉΜΑ αμετάβ βοηθ ρήμα essere
II. ingobbirsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.