στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
inflazionistico <πλ inflazionistici, inflazionistiche> [inflattsjoˈnistiko, tʃi, ke] ΕΠΊΘ
inflazionistico minaccia, spirale, spinta, tendenza:
- spirale inflazionistica
-
- spinta idrostatica, spinta inflazionistica
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.