infamatorio <πλ infamatori, infamatorie> [infamaˈtɔrjo, ri, rje] ΕΠΊΘ
infamatorio → infamante
infamante [infaˈmante] ΕΠΊΘ
1. infamante accusa, comportamento:
2. infamante ΙΣΤΟΡΊΑ:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.