στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. inedito [iˈnɛdito] ΕΠΊΘ
1. inedito (mai pubblicato):
- inedito libro, opera, traduzione
-
- inedito libro, opera, traduzione
-
- inedito libro, opera, traduzione
-
II. inedito [iˈnɛdito] ΟΥΣ αρσ (opera)
- inedito
-
στο λεξικό PONS
inedito1 [i·ˈnɛ:·di·to] ΕΠΊΘ (scritto, autore)
- inedito
-
inedito2 ΟΥΣ αρσ (testo)
- inedito
-
-
- inedito, -a
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.