στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
 
  
 I. incivile [intʃiˈvile] ΕΠΊΘ
1. incivile (arretrato):
-  incivile
-  
-  incivile
-  
 
  
 -  
-  incivile (to verso, nei confronti di)
-  
-  incivile
στο λεξικό PONS
 
  
 I. incivile [in·tʃi·ˈvi:·le] ΕΠΊΘ
1. incivile (popolo, legge):
-  incivile
-  
2. incivile (comportamento, persona):
-  incivile
-  
II. incivile [in·tʃi·ˈvi:·le] ΟΥΣ αρσ θηλ (persona)
-  incivile
-  
 
  
 -  
-  incivile
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
