στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
geometrico <πλ geometrici, geometriche> [dʒeoˈmɛtriko, tʃi, ke] ΕΠΊΘ
- geometrico figura, metodo, dimostrazione
-
- geometrico disegno, progressione
-
στο λεξικό PONS
geometrico (-a) [dʒe·o·ˈmɛ:·tri·ko] ΕΠΊΘ a. μτφ
- geometrico (-a)
-
-
- geometrico, -a
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.