στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
geologico <πλ geologici, geologiche> [dʒeoˈlɔdʒiko, tʃi, ke] ΕΠΊΘ
geologico profilo, era:
- le particolarità climatiche, geologiche di una regione
-
στο λεξικό PONS
geologico (-a) <-ci, -che> [dʒe·o·ˈlɔ:·dʒi·ko] ΕΠΊΘ (materiale, fenomeno, era)
- geologico (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.