I. fenicio <πλ fenici, fenicie> [feˈnitʃo, tʃi, tʃe] ΕΠΊΘ
fenicio scrittura, arte:
- fenicio
-
II. fenicio (fenicia) <πλ fenici, fenicie> [feˈnitʃo, tʃi, tʃe] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. fenicio (persona):
- fenicio (fenicia)
-
2. fenicio ΓΛΩΣΣ:
- fenicio (fenicia)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.