στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
II. etero <πλ etero> [ˈɛtero] ΟΥΣ αρσ θηλ οικ
I. eterosessuale [eterosessuˈale] ΕΠΊΘ
II. eterosessuale [eterosessuˈale] ΟΥΣ αρσ θηλ
στο λεξικό PONS
etero <inv> [ˈɛ·te·ro] ΕΠΊΘ
etero → eterosessuale
I. eterosessuale [e·te·ro·ses·su·ˈa:·le] ΕΠΊΘ
II. eterosessuale [e·te·ro·ses·su·ˈa:·le] ΟΥΣ αρσ θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.