eteroclito [eteˈrɔklito] ΕΠΊΘ
1. eteroclito ΓΛΩΣΣ:
- eteroclito parola
-
2. eteroclito (disomogeneo, disparato) λογοτεχνικό:
- eteroclito oggetti, materiale
-
-
- eteroclito
-
- nome αρσ eteroclito
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.